απόσταση
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀπόστασις) αφίστημι
1. το διάστημα μεταξύ δύο τοπικών ή χρονικών ορίων (τοπική ή χρονική απόσταση)
2. φρ. «εξ αποστάσεως» — από μακριά
νεοελλ.
1. ποιοτική διαφορά
2. (μτφ., φρ.) «κρατώ κάποιον σε απόσταση» — δεν του δίνω θάρρος, δεν του επιτρέπω οικειότητες
αρχ.
1. εξέγερση, στάση, κίνημα
2. αναχώρηση, αποδημία
3. εγκατάλειψη, αποβολή
4. ολίσθημα
5. παρακμή
6. ιατρ. απόστημα που βγάζει πύον, συνεκδ. η πυόρροια
7. (για ασθένειες) μετάπτωση από τη μία στην άλλη, μετάσταση.