φερέκοσμος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ον,

   A ornamental, Sor.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

φερέκοσμος: -ον, ὁ φέρων κόσμον, κοσμητικός, Σωραν. 1. 3. Ermenns.

Greek Monolingual

-ον, Α
διακοσμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κόσμος (πρβλ. σωσί-κοσμος, φιλό-κοσμος)].