φερέκοσμος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέκοσμος Medium diacritics: φερέκοσμος Low diacritics: φερέκοσμος Capitals: ΦΕΡΕΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: pherékosmos Transliteration B: pherekosmos Transliteration C: ferekosmos Beta Code: fere/kosmos

English (LSJ)

φερέκοσμον, ornamental, Sor.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

φερέκοσμος: -ον, ὁ φέρων κόσμον, κοσμητικός, Σωραν. 1. 3. Ermenns.

Greek Monolingual

-ον, Α
διακοσμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κόσμος (πρβλ. σωσίκοσμος, φιλόκοσμος)].