τυποκρατία

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
υπερτίμηση τών τύπων, της μορφής, έναντι της ουσίας ή υπερβολική προσήλωση στού τύπους, φορμαλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].