ταλασιουργία

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ταλασία, Pl.Plt.282c, 283a, Corn.ND20, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.4.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, = ταλασία, Plat. Polit. 282 a Lys. 208 d u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργία: ἡ, τὸ ταλασιουργεῖν, ἡ τῶν ἐρίων ἐργασία, Πλάτ. Πολιτικ. 282C, 283Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ταλασιουργία· τῶν ἐρίων τὰ ἔργα».

Greek Monolingual

ἡ, Α ταλασιουργός
η κατεργασία του μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του.