ἐργασία
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
Ion. ἐργασίη, Cret. ϝεργασία Leg.Gort.8.44, ἡ, (ἐργάτης)
A work, business, ἐργασίην φεύγουσα h.Merc.486, etc.; opp. ἀργία, X.Mem.2.7.7; ἐργασία ἀγαθή = productive labour, Id.Vect.4.29; ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, of bees, Arist. HA625b24; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐργασία, of seamen, Pl.R.371b; μὴ γενομένης ἐργασίας = if no work was done, D.27.20; δὸς ἐργασίαν, c. inf., Lat. da operam ut.., Ev.Luc.12.58, cf. OGI441.109 (SC. de Stratonicensibus, i B. C.): pl., τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι X.Oec.7.20; ἐ. ἀνελεύθεροι Arist.EN1121b33, cf. Epicur.Fr.196 (dub.).
2 function, ἥπατος Aret.SD1.15.
II working at, making, manufacture, ἱματίων, ὑποδημάτων, etc., Pl.Grg.449d, Tht.146d, etc.; ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐργασία X.Oec.7.21; making up of a prescription, Hp.Ulc.14: metaph., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται = Troy is taken in the part wrought by thy hands (i.e. is doomed to be taken), Pi.O.8.42; ἐργασία ἡδονῆς = production of pleasure, Pl.Prt.353d; ἐργασία χρημάτων = money-making, Arist.EN1160a16 (but administration of property, Leg.Gort. l.c.).
2 working of a material, ἡ ἐργασία τοῦ σιδήρου Hdt.1.68; ἐργασία χαλκοῦ, ἐργασία ἐρίων, ἐργασία ξύλων, Pl.Chrm.173e; τῶν χρυσείων μετάλλων Th.4.105, cf. Hyp.Eux.36; πίττης Thphr.HP9.2.6: most commonly, tillage of the ground, ἐργασία γῆς, ἐργασία χώρας, Ar.Ra.1034(pl.), Isoc.7.30, etc.; ἐργασία κήπων Pl. Min.316b; ἐργασία περὶ τὴν τροφήν = preparation of food (i.e. mastication and digestion), Arist.Juv.469a3; treatment of silphium, Thphr.HP6.3.2
3 generally, trade, business, X.Mem.3.10.1; ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν = engaged in trade by sea, D.33.4; ἡ ἐργασία τῆς τραπέζης = the banking business, Id.36.6; ἐργασία χρυσοχοϊκή, ἐργασία ἀρωματική, PLond.3.906.6 (ii A.D.), PFay.93.7 (ii A.D.); βαφεῖς τὴν ἐργασίαν = dyers by trade, PTeb.287.3(ii A.D.); especially of a courtesan's trade, Hdt.2.135, D.18.129; of sexual intercourse, Arist.Pr.876a39.
b ἐὰν ἐργασίαν εὕρῃ ὁ οἰκέτης = if a slave brings in earnings, Hyp.Ath.22.
4 practising, exercising, τῶν τεχνῶν Pl.Grg.450c; Κύπριδος AP5.218 (Paul. Sil.); ἀκαθαρσίας Ep.Eph.4.19.
5 work of art, production, τετράγωνος ἐργασία = square construction, of the Hermae, Th.6.27 (non legit Sch.); τῶν τειχῶν αἱ ἐργασίαι = the fortification works, Id.7.6.
6 literary execution, ἐργασία ποιητική Phld. Po.5.11; elaboration of a topic, Sch.Pi.P.2.24.
7 production of a play, Arg. Men.Oxy.1235.108.
III guild or company of workmen, ἡ ἐργασία τῶν βαφέων Judeich Altertümer von Hierapolis 50; ἐριοπλυτῶν ib. 40; ἐργασία θρεμματική dub. sens., ib.227.
German (Pape)
[Seite 1019] ἡ, das Arbeiten, die Thätigkeit, Arbeit, δυήπαθος H. h. Merc. 486; Gegensatz von ἀργία, Xen. Mem. 2, 7, 7; bes. Feldarbeit, αἱ ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίαι Oec. 7, 20, vgl. 6, 9; τινός, Beschäftigung womit, Ausübung, Betreibung einer Kunst, eines Handwerks, τεχνῶν Plat. Gorg. 450 c; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐργ. Rep. II, 371 c, vgl. Charmid. 163 b; τῆς ἡδονῆς, die Wirkung, Prot. 353 d; μισθοῦται τὴν τῆς τραπέζης ἐργασίαν, das Geldwechselgeschäft, Dem. 36, 6; auch allein das Geldgeschäft, ibd. 11; ἡ κατὰ θάλατταν ἐργ. 33, 4; – das Gewerbe einer Hure, Dem. 18, 129; Κύπριδος Paul. Sil. 1 (V, 219). In Inscr. auch Zunft. Gewerk, βαφέων; vgl. Plut. Lys. 3. – Die Ausarbeitung, Verfertigung, τῶν τειχῶν Thuc. 7, 6; ὑποδημάτων Plat. Theaet. 146 d; οἰκίας Rep. IV, 438 d; τῶν ἱματίων Gorg. 449 d; auch das Verfertigte selbst, die Arbeit, ἡ τετράγωνος ἐργ., von den Hermen, Thuc. 6, 27; χερός Pind. Ol. 8, 42. Aber τρισσῶν ἐργασίην καμάτων, das Geräth, Werkzeug der Fischer, Jäger u. Vogelsteller, Satyr. ep. 1 (VI, 11). – Bearbeitung, τοῦ σιδήρου Her. 1, 68; χαλκοῦ Plat. Charm. 173 e; γῆς Ar. Ran. 1034 u. A.; τῶν χρυσείων μετάλλων, der Goldbergwerke, Thuc. 4, 105; vgl. Dem. 37, 35; auch περὶ τὰ ξύλα, Plat. Euthyd. 281 a. – Verarbeitung der Speisen, Verdauung, Arist. de respir. 11 u. öfter. – Erwerb, Xen. Mem. 3, 10, 1; Gewinn, χρημάτων, Arist. u. A.; ἐργασίας μὴ γιγνομένης Dem. 27, 20; ἐργασία καὶ δυναστεία 25, 7; Hurenerwerb, -lohn, Her. 2, 135; ἡ ἀπὸ τοῦ σώματος Dem. 59, 36; αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Pol. 4, 50, 3. – Im N.T. ist ἐργασίαν διδόναι operam dare, sich Mühe geben.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. abs. travail;
II. avec un rég.
1 travail, préparation : σιδήρου HDT, ἐρίων, ξύλων PLAT du fer, de la laine, du bois ; γῆς AR de la terre;
2 pratique : τῶν τεχνῶν PLAT des arts;
3 action de produire par son travail : τειχῶν THC construction de murs ; ἱματίων, ὑποδημάτων PLAT confection de vêtements, de chaussures ; ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων XÉN confection d'un vêtement avec de la laine, abs. action de se procurer des ressources.
Étymologie: ἐργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰσία: ион. ἐργασίη ἡ
1 работа, труд: ἐργασία τῶν τεχνῶν Plat. профессиональный труд; ἡ περὶ τὴν θάλατταν ἐργασία Plat. и κατὰ θάλατταν ἐργασία Dem. мореплавание, преимущ. морская торговля; τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Xen. трудиться под открытым небом;
2 обработка (σιδήρου Her.; ἐρίων Plat.);
3 возделывание (γὴς Arph.);
4 разработка, эксплуатация (τῶν μετάλλων Thuc.);
5 переработка, переваривание (τροφῆς Arst.);
6 выработка, изготовление, производство (ἱματίων, ὑποδημάτων Plat.; τῶν σιτίων Arst.);
7 возбуждение, причинение (τῆς ἡδονῆς Plat.);
8 сооружение, возведение, постройка (τειχῶν Thuc.; οἰκίας Plat.);
9 занятие, ремесло, промысел (ἐργασίαι μισθαρνικαί Arst.): ἐργασία τῆς τραπέζης Dem. банковское дело, ремесло менялы; κατ᾽ ἐργασίην Her. в целях ремесла (лат. ut quaestum corporis faciat);
10 зарабатывание, стяжание, приобретение (χρημάτων Arst.): ἐργασίας ἕνεκα Dem. для наживы;
11 произведение, изделие (χερὸς ἐργασίαι Pind.): ἡ τετράγωνος ἐργασία Thuc. = ἑρμῆς;
12 доход (αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Polyb.; ἡ ἀπὸ μετάλλων ἐργασία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἐργάζομαι), ὡς καὶ νῦν, «δουλειά», ἀσχολία, Λατ. labor, ἐργασίην φεύγειν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 486, καὶ Ἀττ. ἀντίθετον τῷ ἀργία, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 7· ἐργ. ἀγαθή, παραγωγικὴ ἐργ., ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 29· ἀνελεύθερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 40· ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40 ἡ περὶ τὴν θάλασσαν ἐργ., ἐπὶ ναυτῶν, Πλάτ. Πολ. 371Β· μὴ γενομένης ἐργασίας, Δημ. 819. 28· δὸς ἐργασίαν. μετ’ ἀπαρ., Λατ. da operam ut..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ΙΒ΄, 5· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Ξεν. Οἰκ. 7. 20. ΙΙ. κατασκευή, οἰκοδομή, τειχῶν Θουκ. 7. 6· ἱματίων, ὑποδημάτων, κτλ., Πλατ. Γοργ. 449D, Θεαίτ. 146D· τῆς ἐσθῆτος Ξεν. Οἰκ. 7. 21· πίττης Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2. 6· μεταφ., Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς ἐργασίαις ἁλίσκεται, ἡ Τροία κυριεύεται (δηλ. εἶναι πεπρωμένον νὰ κυριευθῇ) κατὰ τὸ μέρος τὸ κτισθὲν διὰ τῶν χειρῶν σου, Πινδ. Ο. 8. 56· ἐργ. ἡδονῆς Πλάτ. Πρωτ. 353D. 2) ἡ κατεργασία ὕλης τινος, ἡ ἐργ. τοῦ σιδήρου Ἡρόδ. 1. 68· χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων Πλάτ. Χαρμ. 173Ε· τῶν χρυσείων μετάλλων Θουκ. 4. 105, πρβλ. Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45: ἀλλὰ συνηθέστατα, ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἐργ. γῆς χώρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1034, Ἰσοκρ. 145D. κτλ.· ἐργ. περὶ κήπων Πλάτ. Μίνως 316Ε· ὡσαύτως, πέψις, χώνευσις τροφῶν, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11. 1, κτλ. 3) καθόλου, ἐμπόριον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1, Δημ. 976. 28, κτλ.· ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὤν τῆς κατὰ τήν θάλασσαν, ἐνησχολημένος εἰς ἐμπόριον κατὰ θάλασσαν, Δημ. 893. 21· ἐργ. χρημάτων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 9, 5· - ἐπάγγελμα, ἐργασία ἐργασία ἑταίρας, ἐπικομένη δὲ κατ’ ἐργασίην Ἡρόδ. 2. 135, ἴδε Valck εἰς 1. 93, Δημ. 270. 15. 4) ἐξάσκησις, τῶν τεχνῶν Πλάτ. Γοργ. 450C. ἡ ἐργ. τῆς τραπέζης, τὸ ἔργον τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 946. 3· Κύπριδος Ἀνθ. Π. 5. 219. 5) ἔργου τέχνης, τετράγωνος ἐργ., ἐπὶ τῶν Ἑρμῶν, Θουκ. 6. 27, πρβλ. 7. 6. ΙΙΙ. συντεχνία ἢ ἑταιρεία ἐργατῶν, ἡ ἐργ. τῶν βαφέων Συλλ. Ἐπιγρ. 3924, πρβλ. 3938, καὶ ἴδε τὴν λ. ἔργον V.
English (Slater)
ἐργᾰςῐα work “Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” i. e. in the part of the wall built by Aiakos (O. 8.42)
English (Strong)
from ἐργάτης; occupation; by implication, profit, pains: craft, diligence, gain, work.
English (Thayer)
ἐργασίας, ἡ, (ἐργάζομαι;
1. equivalent to τό ἐργάζεσθαι, a working, performing: ἀκαθαρσίας, work, business: Xenophon, oec. 6,8, et al.).
3. gain got by work, profit: παρέχειν ἐργασίαν τίνι, Xenophon, mem. 3,10, 1; cyneg. 3,3; Polybius 4,50, 3).
4. endeavor, pains (A. V. diligence): δίδωμι ἐργασίαν, after the Latinism operam do, Hermog. de invent. 3,5, 7).
Greek Monolingual
η (AM ἐργασία)
1. σωματική ή πνευματική ενέργεια για παραγωγή έργου, δουλειά (α. «οι εργασίες της Βουλής» β. «τὴν δ’ ἐργασίαν καὶ τὴν ἐπιμέλειαν οὐδὲν χρήσιμα», Ξεν.)
2. το έργο με το οποίο ασχολείται κάποιος συνεχώς, βιοποριστικό επάγγελμα («κερδίζει πολλά από την εργασία του»)
3. το αποτέλεσμα καλλιτεχνικής, επιστημονικής ή άλλης εργασίας
νεοελλ.
1. η τεχνοτροπία της κατασκευής («καλλιτεχνική εργασία»)
2. ο κόπος, η αμοιβή που καταβάλλεται για την εκτέλεση ενός έργου («πλήρωσα μόνο την εργασία
τα υλικά ήταν δικά μου»)
3. έργο που ανέλαβε ή εποπτεύει κάποιος («τελευταία ανέλαβε πολλές εργασίες»)
μσν.- νεοελλ.
1. ενέργεια, πράξη
2. ασχολία, απασχόληση
3. τρόπος ή ωράριο λειτουργίας
αρχ.-μσν.
εκτέλεση, επεξεργασία, κατασκευή («ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐργασία», Ξεν.)
αρχ.
1. έργο, λειτουργία
2. κατεργασία ύλης («χαλκοῦ ἐργασίας», Πλάτ.)
3. καλλιέργεια της γης («τὰ περὶ κήπων ἐργασίας συγγράμματα», Πλάτ.)
4. πέψη, χώνεψη
5. γεν. εμπορική επιχείρηση, εμπόριο («ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν», Δημοσθ.)
6. το επάγγελμα της εταίρας
7. κέρδη από την εργασία («ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη», ΚΔ)
8. εξάσκηση μιας τέχνης («τῶν τεχνῶν τῶν μέν ἐργασία τὸ πολύ ἔστι», Πλάτ.)
9. κατασκευή, ανέγερση («τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι», Θουκ.)
10. γραμμ. εκτέλεση, επεξεργασία
11. όργανο, εργαλείο
12. συντεχνία, σωματείο εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάζομαι. Ως δηλωτικό της ρηματικής ενέργειας το όνομα εργασία παρακολουθεί τις σημασιολογικές εξελίξεις του εργάζομαι βλ. λ.. Στη Νέα Ελληνική το εργασία διατήρησε τη σημασία της πνευματικής ή χειρωνακτικής ενέργειας για βιοποριστικούς κυρίως σκοπούς, ενώ το συνώνυμό του δουλειά εξελίχθηκε σε γενικότερο όρο αποκτώντας επί πλέον τέτοιες σημασίες όπως «επιδιωκόμενος σκοπός» (αυτό δεν κάνει για τη δουλειά σου), «πράγμα που αφορά κάποιον» (αυτό δεν είναι δουλειά δική σου) και «μπελάς, πρόβλημα» (αυτό το σπυράκι θα σου ανοίξει δουλειές). Το έργο, τέλος, δηλώνει όχι τη ρηματική ενέργεια αλλά το αποτέλεσμά της].
Greek Monotonic
ἐργᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (ἐργάζομαι),·
I. εργασία, ημερήσια δουλειά, ασχολία, Λατ. labor, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.· δὸς ἐργασίαν, με απαρ., Λατ. da operam ut..., σε Καινή Διαθήκη
II. 1. κατασκευή, οικοδόμηση, ανέγερση, τειχῶν, σε Θουκ.· ἱματίων, ὑποδημάτων, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. κατεργασία, επεξεργασία υλικού, τοῦ σιδήρου, σε Ηρόδ.· τῶν χρυσείων μετάλλων, σε Θουκ., Αριστοφ. κ.λπ.
3. γενικά, εμπόριο, συναλλαγή, σε Ξεν., Δημ.
4. εξάσκηση, πρακτική, τῶν τεχνῶν, σε Πλάτ.
5. έργο τέχνης, τετράγωνος ἐργ., λέγεται για τις Ερμές, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐργᾰσία, ἡ, ἐργάζομαι
I. work, daily labour, business, Lat. labor, Hhymn., Attic; δὸς ἐργασίαν, c. inf., Lat. da operam ut . ., NTest.
II. a working at, making, building, τειχῶν Thuc.; ἱματίων, ὑποδημάτων Plat., etc.
2. a working of a material, τοῦ σιδήρου Hdt.; τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc., Ar., etc.
3. generally, trade, commerce, Xen., Dem.
4. a practising, exercising, τῶν τεχνῶν Plat.
5. a work of art, production, τετράγωνος ἐργ., of the Hermae, Thuc.
Chinese
原文音譯:™rgas⋯a 誒而瓜西阿
詞類次數:名詞(6)
原文字根:行為 相當於: (עָבַד) (עָשָׂה)
字義溯源:行業,交易,生意,盡力,得利,財利,實行,工作,勤勉;源自(ἐργάτης)=工人);而 (ἐργάτης)出自(ἔργον)=行為), (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。
同義字:1) (ἐργασία)行業,交易 2) (κέρδος)獲利 3) (τέχνη)技藝
出現次數:總共(6);路(1);徒(4);弗(1)
譯字彙編:
1) 生意(2) 徒19:24; 徒19:25;
2) 工作(1) 弗4:19;
3) 得利(1) 徒16:19;
4) 財利(1) 徒16:16;
5) 盡力(1) 路12:58
English (Woodhouse)
business, cultivation, farming, making, manufacture, occupation, of land, work of art
Lexicon Thucydideum
opera, work, help, 4.105.1, 6.27.1 (de Hermis concerning the Hermae), 7.6.2.
Translations
work
Afrikaans: werk, arbeid; Aghwan: 𐔰𐕐; Albanian: punë; Amharic: ሥራ; Andi: гьалтӏи; Arabic: عَمَل, شُغْل, خِدْمَة, وَظِيفَة; Egyptian Arabic: شغل; Hijazi Arabic: شغل; Moroccan Arabic: خدمة, وظيفة; Aragonese: treball, treballo; Armenian: աշխատանք, գործ; Assamese: কাম; Assyrian Neo-Aramaic: ܦܘܼܠܚܵܢܵܐ, ܫܘܼܠܵܐ; Asturian: trabayu; Atayal: mtzaw; Avar: хӏалтӏи; Azerbaijani: əmək, iş, zəhmət; Bashkir: эш; Basque: lan; Belarusian: праца, работа; Bengali: কাজ, চাকরি; Bulgarian: работа, труд; Burmese: လုပ်အား, အလုပ်; Catalan: treball, feina; Chechen: болх; Chichewa: ntchito; Chinese Cantonese: 工作; Dungan: гунзуә; Mandarin: 工作, 勞動/劳动, 職業/职业; Min Nan: 工作; Wu: 工作; Cia-Cia: 까라자아; Czech: práce, zaměstnání; Danish: arbejde, job; Dutch: werk, job, arbeid; East Central German: Arbitt, Arb; Esperanto: laboro; Estonian: töö; Ewe: dɔwɔwɔ; Extremaduran: trebahu; Finnish: työ; French: travail, œuvre, création; Friulian: vore; Galician: traballo, choio; Georgian: მუშაობა; German: Arbeit; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: έργο, εργασία, δουλειά; Ancient Greek: ἔργον, ἐργασία, ἐργασίη; Greenlandic: suliaq; Haitian Creole: travay; Hausa: aiki; Hebrew: עֲבוֹדָה, מְלָאכָה, עָמָל; Hindi: काम, श्रम, उद्योग, वृत्ति, कार्य, कार, कर्म, अमल, वजीफा; Hungarian: munka, dolog, feladat; Icelandic: vinna; Indonesian: kerjaan, pekerjaan; Ingrian: töö, raae; Ingush: болх; Irish: obair, saothar; Irula: வேலெ; Istriot: lavur; Italian: lavoro, impiego, occupazione; Japanese: 仕事, 労働, 職業, ワーク; Kaingang: rãnhrãj; Kamba: wia; Kazakh: еңбек, жұмыс, іс, қызмет, шаруа; Khmer: ការងារ; Kikuyu: wira; Komi-Permyak: удж; Korean: 일, 노동(勞動), 로동, 직업(職業); Kurdish Central Kurdish: کار, ئیش; Northern Kurdish: kar; Kyrgyz: жумуш, иш, эмгек, кызмат; Ladino: ovra, lavoro; Lao: ງານ, ນັກງານ, ແຮງງານ; Latgalian: dorbs; Latin: labor; Latvian: darbs; Ligurian: travàggio, lou; Lingala: mosala; Lithuanian: darbas; Livvi: ruado; Lombard: lavor, laur; Luganda: okukola; Luhya: ekasi; Luxembourgish: Aarbecht; Macedonian: работа; Malay: kerja; Malayalam: ജോലി, പണി; Maltese: xogħol; Marathi: काम; Minangkabau: karajo; Mòcheno: òrbet; Mongolian Cyrillic: ажил; Mwani: kazi; Navajo: naashnish; Neapolitan: lavoro; Norman: travas; Northern Sami: bargu; Norwegian Bokmål: arbeid, jobb, verk; Nynorsk: arbeid, jobb, verk; Occitan: trabalh; Odia: କାମ; Old Church Slavonic Cyrillic: работа, троудъ; Glagolitic: ⱃⰰⰱⱁⱅⰰ, ⱅⱃⱆⰴⱏ; Old East Slavic: робота, трудъ; Old English: weorc, earfoþe; Oromo: hojii; Ossetian: куыст; Papiamentu: trabou; Pashto: کار; Persian: کار, شغل; Piedmontese: travaj; Pijin: waka; Pipil: tekit; Plautdietsch: Oabeit, Woakj; Polish: praca, robota; Portuguese: trabalho, emprego; Punjabi: ਕੰਮ; Romani: butǐ; Romanian: muncă, serviciu, ocupație, îndeletnicire; Romansch: lavur, lavour; Russian: работа, труд; Rusyn: праца, робота; Samoan: galus; Sango: kusala; Sanskrit: कर्मन्, कार्य; Sardinian: trabadhu, traballu; Scots: wark; Scottish Gaelic: cosnadh, obair, dreuchd; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀сао, ра̑д; Roman: pòsao, rȃd; Shor: иш; Sicilian: lavuru, travagghiu; Sinhalese: වැඩ; Slovak: práca; Slovene: delo; Somali: shaqo; Sorbian Lower Sorbian: źěło; Sotho: mosebetsi; Spanish: trabajo, curro, laburo; Swahili: kazi; Swedish: arbete, jobb; Sylheti: ꠇꠣꠝ; Tagalog: isi, trabaho; Tajik: кор, шуғл; Tamil: வேலை; Tatar: эш, хезмәт; Telugu: కూలీపని, ఉద్యోగము, వృత్తి; Tetum: serbisu; Thai: การงาน, งาน, แรงงาน; Tibetan: ལས་ཀ; Tigrinya: ስራሕ; Tongan: ngāue; Tumbuka: nchito; Turkish: iş, meslek, emek; Turkmen: iş, zähmet; Udi: аш, аьш; Udmurt: уж; Ukrainian: робота, праця; Urdu: کام; Uyghur: خىزمەت, ئىش; Uzbek: ishlash, mehnat, ish, xizmat; Venetian: laoro, laóro; Vietnamese: việc làm, công việc; Votic: töö; Walloon: ovraedje, boutaedje, djob; Welsh: gwaith; West Frisian: wurk; Yiddish: אַרבעט; Yoruba: iṣẹ́; Yucatec Maya: meyaj; Zazaki: kar, mesleg, gure; Zhuang: gunghcoz; ǃXóõ: ǀgáã
work of art
Azerbaijani: bədii əsər; Bashkir: әҫәр; Basque: artelan; Chinese Mandarin: 作品, 藝術品/艺术品, 藝術作品/艺术作品, 美術作品/美术作品; Czech: umělecké dílo; Danish: kunstværk; Dutch: kunstwerk; Esperanto: artaĵo; Estonian: kunstiteos; Faroese: listaverk; Finnish: taideteos; French: œuvre d'art, ouvrage d'art; Georgian: ხელოვნების ნაწარმოები, ხელოვნების ნიმუში; German: Kunstwerk; Greek: έργο τέχνης; Ancient Greek: δαίδαλμα, δαίδαλον, δαιδαλούργημα, δημιούργημα, ἐργασία, καλλιούργημα, κατασκεύασμα, τέχνα, τέχνη, τέχνημα, τεχνίτευμα, τεχνούργημα, φιλοτέχνημα, χειροτέχνημα; Hungarian: műalkotás, műtárgy; Icelandic: listaverk; Italian: opera d'arte; Japanese: 作品, 芸術作品; Kannada: ಕಲಾಕೃತಿ, ಕರಕುಶಲ ವಸ್ತು; Khmer: ការងារសិល្បៈ; Korean: 미술품(美術品), 예술품(藝術品); Kumyk: асар; Kurdish Northern Kurdish: afirandin; Macedonian: уметничко дело; Mirandese: obra-d'arte; Norwegian Bokmål: kunstverk; Nynorsk: kunstverk; Polish: dzieło sztuki; Portuguese: obra de arte; Romanian: operă de artă; Russian: произведение искусства, арт-объект; Slovene: umetniško delo, umetnina; Spanish: obra de arte; Swedish: konstverk; Tamil: கலைப் படைப்பு; Turkish: sanat eseri, eser