τερπωλός
Greek (Liddell-Scott)
τερπωλός: -ή, -όν, = τερπνός, τὸ ἐν αὐτῷ (τῷ θεωρητικῷ βίῳ) τερπωλὸν Ὠριγέν. τ. 3, σ. 563C.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τερπωλή
1. τερπνός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερπωλόν
τέρψη, ευχαρίστηση.
τερπωλός: -ή, -όν, = τερπνός, τὸ ἐν αὐτῷ (τῷ θεωρητικῷ βίῳ) τερπωλὸν Ὠριγέν. τ. 3, σ. 563C.
-ή, -όν, Α τερπωλή
1. τερπνός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερπωλόν
τέρψη, ευχαρίστηση.