τέρψη

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

η / τέρψις, -εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α τέρπω
1. ευχαρίστηση, ηδονή
2. χαρά, ευφροσύνη
νεοελλ.
διασκέδαση, ψυχαγωγία
αρχ.
φρ. «τέρψις ἔστι μοι»
(με απαρμφ.) είναι τέρψη μου, αισθάνομαι χαρά που... (Σοφ.).