ἡ,
A bestower of favour, epith. of Isis, POxy.1380.10 (ii A.D.).
ἡ, Α(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που δίνει χάρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -δώτειρα θηλ. του -δώτης (< δίδωμι)].