χάρη
Greek Monolingual
η / χάρις, -ιτος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χάρις, -ιτος, Ν
1. θελκτική ιδιότητα, θέλγητρο, γοητεία
2. (γενικά) ωραιότητα, λαμπρότητα
3. παροχή υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, ευεργεσία που γίνεται από εύνοια (α. «κάνε μου τη χάρη να έρθεις από το σπίτι» β. «εἰ δὲ τις μείζων χάρις, πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.)
4. ευγνωμοσύνη, ευχαριστία που οφείλει κανείς σε κάποιον για μια εξυπηρέτηση ή ευεργεσία που του έκανε (α. «θα του χρωστώ χάρη για όλη μου τη ζωή» β. «μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν», Ηρόδ.)
5. εκκλ. η εκ μέρους του Θεού εκδήλωση εύνοιας και ανιδιοτελούς αγάπης προς τον άνθρωπο για τη σωτηρία του (α. «μεγάλη η χάρη Του» β. «ἔπειθον αὐτοὺς προσμένειν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Χάριτες
μυθ. θεότητες στενά συνδεδεμένες με την ανθοφορία και την γονιμότητα της φύσης, θεότητες που συμβόλιζαν κάθε πηγή χαράς και τέρψης και οι οποίες, κατά τον Ησίοδο, ήταν η Αγλαΐα, η Ευφροσύνη και η Θάλεια
7. (η αιτ. εν. χάρη και χάριν με γεν. ως πρόθ.) προς όφελος, προς ευχαρίστηση, υπέρ (α. «χάρη της πατρίδας» β. «χάριν Ἕκτορος», Ομ. Ιλ.)
8. (η αιτ. εν. με γεν. ως πρόθ.) για, εξαιτίας (α. «χάριν αστεϊσμού το είπα» β. «ἔπους σμικροῦ χάριν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει κρυφές χάρες»)
2. (με αρνητική σημ.) μεροληψία, ρουσφέτι («δεν του αρέσει να κάνει χάρες»)
3. (νομ.) πράξη του ανώτατου άρχοντα της χώρας με την οποία αίρεται, μετατρέπεται ή μετριάζεται αμετάκλητη ποινή που έχει επιβληθεί από δικαστήριο
4. προθεσμία (α. «δάνειο με περίοδο χάριτος δώδεκα μηνών» β. «η περίοδος χάριτος που έδωσε η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση έληξε»)
5. (ειδικά) ναυτ. ολιγοήμερη προθεσμία που μπορεί να χορηγηθεί, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, στα εχθρικά εμπορικά πλοία κατά την κήρυξη πολέμου ή κατά την έναρξη εχθροπραξιών, για να αποπλεύσουν σε οποιοδήποτε λιμάνι
6. η ελάχιστη διαφορά διαστάσεων («άφησέ το μια χάρη μακρύτερο»)
7. φρ. α) «χάρη σε...»
i) με τη βοήθεια... («χάρη σε σένα σωθήκαμε»)
ii) λόγω («χάρη στην ετοιμότητά του κατόρθωσε να διασωθεί»)
β) «για χάρη σου» ή «προς χάριν σου» — για να σέ ευχαριστήσω, για το χατίρι σου
γ) «κατά χάριν» — χαριστικά
δ) «κάνε μου τη χάρη να...» — σέ παρακαλώ να...
ε) «[για] κάνε μου τη χάρη!» — λέγεται ως απειλητική ή επιτιμητική έκφραση
στ) «παραδείγματος [ή λόγου] χάριν» ή «λογουχάρη» — για να αναφέρω ένα παράδειγμα
ζ) «έχε χάρη που...» — να χρωστάς ευγνωμοσύνη που...
8. παροιμ. α) «η χάρη θέλει αντίχαρη» — δηλώνει ότι η ευεργεσία πρέπει να ανταποδίδεται
β) «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται και η γλάστρα» — βλ. βασιλικός
μσν.
μτφ. ονομασία κυπαρισσιού («διττὸν αἱ κυπάρισσοι ὄνομα ἔχουσι, χάριτες μὲν διὰ τὴν τέρψιν, κυπάρισσοι δὲ διὰ τὸ κύειν καὶ φύειν παρίσους του τε κλάδους καὶ τοὺς καρπούς», Γεωπ.)
αρχ.
1. δόξα
2. ευμένεια («τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισθείς», Θουκ.)
3. η πράξη ή η ένδειξη εύνοιας
4. (γενικά) καθετί το ευχάριστο και επιθυμητό σε κάποιον
5. ευχαρίστηση, τέρψη, χαρά («οὐδεμίαν τῷ βίῳ χάριν ἔχω», Αριστοφ.)
6. (ειδικά) ερωτική απόλαυση, ηδονή («χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων», Πίνδ.)
7. ερωτικό φίλτρο
8. (σχετικά με θεσμούς) σεβασμός, πίστη («βέβακε δ' ὅρκων χάρις», Ευρ.)
9. (σχετικά με θεότητες) α) λατρεία
β) ευχαριστήρια προσφορά («τοῦ κατὰ χθονὸς Διὸς νεκρῶν σωτῆρος εὐκταίαν χάριν», Αισχύλ.)
10. (για θεότητες) μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο
11. είδος μυρτιάς
12. ως κύριο όν. ἡ Χάρις
η σύζυγος του Ηφαίστου
13. (κατά τον Ησύχ.) «χάρις
θῦμα ἐκ τριῶν ποπάνων συγκείμενον»
14. φρ. α) «χάριν ἔχω τινί τίνος [ή πρός τινα]» — αισθάνομαι ευγνωμοσύνη προς κάποιον για κάτι
β) «χάριν κατατίθεμαί τινι» — ευεργετώ κάποιον αποκτώντας έτσι την ευγνωμοσύνη του
γ) «χάριν λαμβάνω [ή κτῶμαι ή ἀπέχω ή κομίζω]» — ανταμείβομαι
δ) «χάρις [ἐστί] τινι ὅτι...» και «χάρις τινὶ ὑπέρ τινος» — οφείλεται ευγνωμοσύνη σε κάποιον γιατί...
ε) «χάριν φέρω [ή τίθημι ή παρέχω ή πράττω]» — κάνω κάτι ευχάριστο
στ) «χάριν δίδωμί τινι» — ενδίδω, υποχωρώ
ζ) «χάριν ἀποστερῶ» — δεν ανταποδίδω την ευεργεσία που έλαβα
η) «χάρις ἄχαρις» — εύνοια που δεν λαμβάνει ευγνωμοσύνη ή είναι ανάξια ευγνωμοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χάρις αποτελεί παρ. του ρ. χαίρω, δηλαδή έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gher- (βλ. λ. χαίρω) με την αρχαϊκή κατάλ. -ις (πρβλ. ἄγυρ-ις από τη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. ἀγείρω) και θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. αρμ. jir «δώρο, χάρισμα, χάρη», το οποίο ανάγεται σε διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα (ghēr-i-) της ρίζας. Σύμφωνα με αυτά, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως αρχική μια γενική σημ. «ευχαρίστηση, τέρψη, χαρά», από την οποία προήλθαν στη συνέχεια οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. της λ. Όσον αφορά την οικογένεια της λ., θα πρέπει να αναφερθεί ότι απαντούν τ. σχηματισμένοι από θ. σε -ι- (πρβλ. αιτ. εν. χάριν, χαρι-δότης), το οποίο είναι και το αρχικό, ενώ το θ. σε -τ- που εμφανίζει η λ. στις υπόλοιπες πτώσεις καθώς και σε παρ. και σύνθ. τ. (πρβλ. γεν. χάριτ-ος, χαριτ-όεις, χαριτο-δότης) αποτελεί υστερογενή επεκταμένη —με οδοντικό— μορφή του θ. (πρβλ. ἔρις: αιτ. ἔριν: γεν. ἔριδος). Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η χρήση της αιτ. χάριν με επιρρμ. σημ. (πρβλ. δίκην, πάλιν). Από τη λ. χάρις παράγεται μεγάλος αριθμός κύριων ονομάτων (πρβλ. την ονομ. Χάριτες τών θεοτήτων της ομορφιάς και της χάρης και ποικίλα ανθρωπωνύμια: Χαρίας, Χαρίλαος, Ἀνδρόχαρις κ.ά.). Τέλος, η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, στα ανθρωπωνύμια Kariseu και Karisijo.
ΠΑΡ. χαρίεις, χαρίζω, -ομαι, χαριτώ / -ώνω
αρχ.
χαριτήσιος, χαριτία, χαριτόεις, χάριτος, χαριτώσιος
αρχ.-μσν.
χαρίσιος
μσν.
χαριτώ (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χαριτογλωσσώ
αρχ.
χαριδότης, χαριδώτης, χαριεργός, χαριλαμπέτις, χαριτερπής, χαρίτερπνος, χαριτοδώτειρα, χαριτοποιώ, χαριτόπωλις, χαριτόφωνος, χαριτώπης
αρχ.-μσν.
χαριτοβλέφαρος, χαριτώνυμος
μσν.
χαριτόβλαστος, χαριτοτόκος, χαριτοκόσμητος, χαριτοπρόσωπος, χαριτόστεπτος, χαριτοφύτευτος
μσν.- νεοελλ.
χαριτόβρυτος
νεοελλ.
χαριτοβριθής, χαριτολόγημα, χαριτολογία, χαριτολόγος, χαριτολογώ, χαριτόμορφος, χαριτόπλαστος, χαριτοστόλιστος. (Β συνθετικό) αντίχαρις, άχαρις / αχάριτος, επίχαρις / επιχάριτος, εύχαρις / ευχάριτος
αρχ.
αρτόχαρις, αυτόχαρις, θεόχαρις, λιμνόχαρις, υδρόχαρις].