χαϊδευτικός

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και χαδευτικός, -ή, -ό, Ν χαϊδεύω
θωπευτικός, αυτός που χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα.
επίρρ...
χαϊδευτικά Ν
με χαϊδευτικό τρόπο, θωπευτικά, τρυφερά.