χαϊδεύω

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

και χαδεύω Ν χάιδι / χάδι
1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη του χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «του χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα»)
2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε κάποιον, τον καλοπιάνω
3. κάνω ερωτικές θωπείες, πασπατεύω («τήν χάιδεψε κρυφά στο στήθος»)
4. μέσ. χαϊδεύομαι- επιδιώκω, αποζητώ τρυφερή ή κολακευτική συμπεριφορά από τους άλλους
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χαϊδεμένος, -η, -ο
α) αναθρεμμένος με πολλά χάδια, με πολύ τρυφερότητα («τον έχουν πολύ χαϊδεμένο τον γιο τους»)
β) αυτός στον οποίο έχει επιδειχθεί ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη («ήταν το χαϊδεμένο παιδί του σχολείου»).