φριξοκόμης

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg. 1, APl.4.291 (Anyte).

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, = Vorigem, Pan, Anyte 3 (Plan. 291).

Greek (Liddell-Scott)

φριξοκόμης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ. Ι, φριξοκόμᾳ Πανὶ Ἀνθ. Πλαν. 291.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux cheveux hérissés ou en désordre.
Étymologie: φριξός, κόμη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) φριξόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο-κόμης.