φριξόθριξ

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φριξόθριξ Medium diacritics: φριξόθριξ Low diacritics: φριξόθριξ Capitals: ΦΡΙΞΟΘΡΙΞ
Transliteration A: phrixóthrix Transliteration B: phrixothrix Transliteration C: friksothriks Beta Code: frico/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ,
A with bristling hair, Ἰνδοί Ps.-Callisth.3.8.
II making the hair stand on end, EM800.32, Suid.

German (Pape)

[Seite 1307] τριχος, mit struppigem Haare, dem die Haare emporstehen; auch kraushaarig, Gegensatz des schlicht herabhangenden Haares; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φριξόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὰς τρίχας ἀνωρθωμένας, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 26. ΙΙ. ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας, κάμνων νὰ σηκωθῶσιν αἱ τρίχες, Ἐτυμ. Μέγ. 800. 32, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-τριχος, ο, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.)
αρχ.
αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ, μεγαλό-θριξ].