τραγοειδής

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ές,

   A like a he-goat, Pl.Cra.408d.

German (Pape)

[Seite 1133] ές, bocksartig, bocksähnlich, Plat. Crat. 408 d.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τράγον, Πλάτ. Κρατ. 408D.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με τράγο, τραγόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -ειδής].