τράγος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγος Medium diacritics: τράγος Low diacritics: τράγος Capitals: ΤΡΑΓΟΣ
Transliteration A: trágos Transliteration B: tragos Transliteration C: tragos Beta Code: tra/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,
A he-goat, Od.9.239, Pi.Fr.201; opp. αἴξ (she-goat), Hdt.2.46, PCair.Zen.328.19 (iii B. C.), etc.; τῶν αἰγῶν τῶν τράγων Hdt.3.112; τράγος γένειον.. πενθήσεις = you will mourn your beard like the goat in the proverb, A.Fr.207; Κιλίκιοι τράγοι, of long-haired men, Com.Adesp.806; of men, τράγου ὄζειν, τράγου πνεῖν, to smell like a goat, AP9.368 (Jul. Imp., perhaps with play on signf. 111), 11.240 (Lucill.), cf. Gal.17(2).152.
2 the age when change of voice and other signs of puberty appear, Hp.Epid.6.4.21, Gal.UP14.7.
b the change of the voice which takes place at this age, dub. in PLond. 1821.150; cf. τραγάω, τραγίζω.
3 lewdness, lechery, Luc.Ep.Sat. 28.
II the male of the fish μαινίς, Arist.HA607b14, Clearch. 73, Gal.Vict.Att.8, Opp.H.1.108.
III spelt, Dsc.2.93, Sor. 2.44, Gal.15.455, Artem.1.68.
IV a rough kind of sponge, Arist.HA548b5, Dsc.5.120.
V among the Messenians, the wild fig, = ἐρινεός, Paus.4.20.2, cf. Orac. ap. D.S.8.21 (where perhaps = goat).
2 = ἐφέδρα III, Dsc.4.51, Plin.HN13.116, 27.142.
3 stinking nard, Valeriana saxatilis, Dsc.1.8.
VI part of the ear (cf. ἀντίτραγος), Poll.2.85,86, Ruf.Onom.44.
VII a kind of light Lycian ship, Poll.1.83.
VIII a kind of comet, Lyd.Ost. 10b.
2 a constellation of the δωδεκάωρος, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.204, 8(4).198, Id. in Boll Sphaera 48.

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, 1) der Bock; der Ziegenbock; Od. 9, 239; οἱ τράγοι τῶν αἰγῶν, Her. 3, 112. – 2) der dem Bocksgeruch ähnliche Gestank unter den Achseln, und die Zeit dieses Bocksgeruchs. – 3) die Geilheit, Hippocr., Galen., die Zeit des τραγᾶν. – 4) ein kleiner Seefisch; Opp. Hal. 1, 108; ἰχθύδιον, Ath. VIII, 332 d. – 5) eine von Weizen, Spelt oder Olyra gemachte Graupenart, Grütze, VLL. – 6) Name mehrerer Pflanzen, Diosc. Auch eine Art Schwämme, Arist. H. A. 5, 16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bouc, animal;
2 p. ext. ou p. anal. puberté, premiers désirs des sens ; p. ext. lubricité.
Étymologie: DELG τραγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

τράγος: (ᾰ) ὁ
1 козел Hom., Pind., Her. etc.: τράγον ὄζειν или τράγου πνεῖν Anth. издавать запах козла;
2 похоть Luc.;
3 «козел» (название самца рыбы μαινίς в период метания икры) Arst.;
4 «козел» (род губки) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τράγος: [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. hircus, Ὀδ. Β. 239, Πινδ. Ἀποσπ. 212, καὶ Ἀττ.· πλῆρες: τῶν αἰγῶν οἱ τράγοι Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 2. 46· τράγος, γένειον... πενθήσεις, τράγε, πρόσεχε μὴ καύσῃς τὰ γένεια σου, καὶ οὕτω πενθήσῃς δι’ αὐτά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190 Κιλίκιοι τράγοι, ἐπὶ ἀνδρῶν μακρὰν καὶ δασεῖαν ἐχόντων γενειάδα, καὶ ἐπὶ τῶν δασυτάτων καὶ θρασυτάτων καὶ ἀγροίκων, Κωμικ. Ἀνών. 215· ― ἐπὶ ἀνδρῶν, τράγου ὄζειν, τράγου πνεῖν, ἐκπέμπει ὀσμὴν οἵαν ὁ τράγος, Ἀνθ. Π. 9. 368., 11. 240· ― ὅθεν, 2) ἡ πρὸς τὴν ὀσμὴν τοῦ τράγου ὁμοιάζουσα ὀσμὴ τῶν μασχαλῶν, Λατιν. hircus alarum, Γαλην.· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 853, Εἰρ. 81.1, καὶ ἴδε τραγομάσχαλος. 3) ἡ ἡλικία καθ’ ἣν ἡ ὀσμὴ αὕτη καὶ ἄλλα σημεῖα τῆς ἥβης ἀναφαίνονται, Ἱππ.· ἴδε Foës Oecon.· ― ὡσαύτως, ἡ κατὰ τὴν ἡλικίαν ταύτην γινομένη μεταβολὴ τῆς φωνῆς, Greenhil. εἰς Θεόφιλ. σελ. 232. 7, πρβλ. τραγάω, τραγίζω. 4) λαγνεία, αἰσχρότης, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 28. ΙΙ. τὸ ἄρρεν τοῦ ἰχθύος μαινίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 3, πρβλ. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D, Ὀππ. Ἁλ. 1. 108. ΙΙΙ. μῖγμά τι ἐκ χονδροαλασμένου σίτου, ὀλύρας, κτλ., Λατιν. tragus, Διοσκ. 2. 115, Γαλην., πρβλ. τραγανός. IV. εἶδος σπόγγου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 3, Διοσκ. 5. 138. V. ὄνομα πολλῶν φυτῶν· παρὰ τοῖς Μεσσηνίοις ἡ ἀγρία συκῆ, ἄλλως ἐρινεός, Παυσ. 4. 20, 2, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σελ. 11· ― ὡσαύτως ὡς τὸ τραγανός, φυτόν τι ἀκανθῶδες, = σκορπίος, Διοσκ. 4. 51, Πλίν. VI. μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ ὠτὸς (πρβλ. ἀντίτραγος), «τοῦ δὲ κοίλου τὸ μὲν ὑπὸ τὸ πέρας τοῦ κροτάφου ὑπανεστηκὸς εἰς τὸ ἔσω νεῦον τράγος, τὸ δὲ ἀντικείμενον ἀντίτραγος» Πολυδ. Β΄, 85, 86. VIII. εἶδος ἐλαφροῦ πλοίου, «ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι» ὁ αὐτ. Α΄, 83. (Ἐκ τοῦ τραγεῖν, τρώγω, πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου rode, caper, vilem).

English (Autenrieth)

he-goat, pl., Od. 9.239†.

English (Slater)

τρᾰγος he goat Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.

Spanish

macho cabrío

English (Strong)

from the base of τρώγω; a he-goat (as a gnawer): goat.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. αρσενική αίγα
2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο του έξω ακουστικού πόρου
νεοελλ.
1. υβριστική προσωνυμία κληρικού, τραγόπαπας
2. βοτ. μικρό ποώδες φυτό με πεπλατυσμένους βλαστούς
3. φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» — βλ. αποδιοπομπαίος
αρχ.
1. η δυσάρεστη οσμή που αναδίδεται από ιδρωμένες μασχάλες και που μοιάζει με την οσμή του τράγου
2. η εφηβική ηλικία, κατά την οποία τραχύνεται η φωνή και αναφαίνονται τα άλλα σημεία της ήβης
3. η μεταβολή της φωνής που γίνεται κατά την εφηβική ηλικία
4. ροπή, τάση προς τις σαρκικές απολαύσεις, λαγνεία
5. το αρσενικό του ψαριού μαινίς
6. είδος μίγματος από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή από κριθάρι
7. (στους Μεσσηνίους) η άγρια συκιά, ερινεός
8. είδος κομήτη
9. είδος σπόγγου με τραχιά υφή
10. το φυτό ίππουρις
11. είδος δυσώδους νάρδου
12. αγκαθωτό φυτό, πιθ. ο σκορπιός
13. μία από τις ζωικές μορφές που συμβολίζουν τις ώρες της δωδεκαώρου
14. (στη Λυκία) είδος ελαφρού πλοίου («ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι», Πολυδ.)
15. φρ. α) «Κιλίκιοι τράγοι» — χαρακτηρισμός ανδρών με μακριά και πυκνή γενειάδα αλλά και εκείνων που ήταν θρασείς και αγροίκοι (Κωμ. Ανών.)
β) «τράγου ὄζω» και «τράγου πνέω»
(για άνδρες) αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όμοια με αυτήν που αναδίδει ο τράγος (Κωμ. Ανών.)
16. παροιμ. φρ. «τράγος, γένειον... πενθήσης» — τράγε, πρόσεχε μην κάψεις τα γένια σου και έπειτα πενθήσεις γι' αυτά (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, σχηματισμένος από το θ. τραγ- του ρ. τρώγω (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν) και με αρχική σημ. «αυτός που τραγανίζει, που κάνει θόρυβο όταν τρώει», όρος ο οποίος αντικατέστησε την αρχαιότερη λ. κάπρος, η οποία θα ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί για τη δήλωση του ζώου αυτού, αφού ανάγεται σε ΙΕ ρίζα με σημ. «τράγος» (βλ. και λ. κάπρος)].

Greek Monotonic

τράγος: [ᾰ], ὁ (τρᾰγεῖν), τράγος, αρσενική αίγα, Λατ. hircus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Middle Liddell

τρᾰ́γος, ὁ, [τρᾰγεῖν]
a he-goat, Lat. hircus, Od., etc.

Frisk Etymology German

τράγος: {trágos}
Grammar: m.
Meaning: Ziegenbock, Bock, auch metonym. = Bocksgestank (ep. ion. poet. seit ι 239, hell. u. sp. Prosa), oft übertr. Pubertät (Mediz.), Geilheit (Luk.), N. eines Fisches = das Männchen von μαινίς (Arist. u.a.; verschiedene Benennungsmotive denkbar, s. Strömberg Fischn. 102 f.), N. verschiedener Pflanzen, u.a. = ἐρινεός in Messenien (Paus.; zu den wechselnden Ben.motiven Strömberg Pfl. 142), Speltkorn (Dsk. u.a.), N. eines Sternbildes der Dodekaoros bzw. eines Kometen (Cat. Cod. Astr. und Lyd. Ost.; Scherer Gestirnnamen 211 u. 107) u.a.m.
Composita: Oft als Vorderglied, u.a. in Pflanzennamen. z.B. τραγοπώγων (Strömberg a. O.); auch als Hinterglied, z.B. βούτραγος m. ‘Ochsen-Bock’, N. eines Fabeltiers (Philostr.). ἐπίτραγοι m. pl. üppige aber unfruchtbare Schösse der Weinranke (D. H., Poll., EM) mit ἐπιτραγίας m. Bez. einer unfruchtbaren und sehr fetten Karpfenart (Arist.; vgl. τραγάω unten); Ἐπιτραγία f. Bein. der Aphrodite (Plu. Thes. 18 mit unhaltbarer Erklärung, att. Inschr. d. Kaiserzeit). — Zu τραγῳδός s. bes.
Derivative: Davon 1. τραγίσκος m. Böcklein (Theok., AP), Fischn., Bückling (Marc. Sid.), auch Bez. eines Ornaments (Delos IIa). 2. -αινα f. Hermaphrodit (Arist.). 3. -ικός bocksartig (Plu., Luk. u.a.), meint = τραγῳδικός der Tragödie zugehörig, tragisch (ion. att.; wie κωμικός = κωμῳ-δικός) mit -ικώδης μῦθος (Palaeph.), -ικεύομαι wie ein Tragöde reden (Sch.). 4. -ε(ι)ος vom Bock (sp.), -είη (Theok.), -έα (Thphr.), -ῆ (Poll., Eust.) f. (sc. δορά) Bocksfell. 5. -ινος = -ειος (AP). 6. Τράγιος m. Monatsname in Thessalien (Inschr.); -ιον n. Pfl.namen (Dsk.), nach dem Geruch (Strömberg 61) oder als Bocksfutter? (Andrews ClassPhil. 56, 76). 7. -ανός H. als Erkl. von χόνδρος. Denom. Vba: 8. τραγίζω (ὑπερ-) die Stimme wechseln, grob reden (Hp., Arist.), wie ein Bock stinken (Gal., Dsk.). 9. -άω die Stimme wechseln (Gal. u.a.), üppig wachsen, nur Laub und Schösse treiben ohne Frucht anzusetzen, von Weinstöcken (Arist., Thphr.); vgl. ἐπίτραγοι oben und Strömberg Fischnamen 103; Bildung wie καπράω u.a.
Etymology: Eig. "Nager, Nascher", Nom. ag. von τραγεῖν (Kretschmer KZ 38, 136 u.a. mit Pott). Über andere Vorschläge (abzulehnen) s. Bq. — Ein altes idg. Wort für Ziegenbock war lat. caper, dessen griechische Entsprechung κάπρος aber nach der Schöpfung von τράγος die Bed. Eber erhielt. Vgl. αἴξ, ἀρνειός, κριός.
Page 2,915-916

Chinese

原文音譯:tr£goj 特拉哥士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:公山羊
字義溯源:公山羊,齧齒動物,雄山羊,山羊;源自(τρώγω)*=齧咬,咀嚼)
出現次數:總共(4);來(4)
譯字彙編
1) 山羊(3) 來9:12; 來9:13; 來9:19;
2) 山羊的(1) 來10:4

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τραγεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ τρώγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

macho cabrío ὥρᾳ ζʹ μορφὴν ἔχεις τράγου en la hora séptima tienes forma de macho cabrío (ref. al sol según las horas) P IV 1672 símbolo de Mene P VII 782

Translations

Albanian: sqap, cjap; Arabic: تَيْس‎; Hijazi Arabic: تيس‎; Armenian: նոխազ, քաղ, քոշ; Assamese: মতা ছাগলী;: ভোবোলা, ভোবোলা ছাগলী ভোবোৰা, ভোবোৰা ছাগলী; Avestan: 𐬠𐬏𐬰𐬀‎; Bashkir: тәкә, кәзә тәкәһе; Basque: aker; Belarusian: казёл; Breton: bouc’h; Bulgarian: козел пръч; Burmese: ဆိတ်ထီး; Catalan: boc, cabró; Chinese Mandarin: 雄山羊; Czech: kozel; Danish: buk, gedebuk; Dutch: bok; Esperanto: virkapro, boko, kapriĉo; English: he-goat, male goat, billy goat, billy-goat, billygoat, billy, buck; Faroese: geitarbukkur, bukkur, havur, geitarhavur; Finnish: pukki; French: bouc; Friulian: cjavron, čhavron; Galician: castrón, bode, cabrón; Georgian: ვაცი; German: Ziegenbock, Geißbock, Bock, Ziegenmännchen; Alemannic German: Geissbock; Middle High German: bock; Old High German: boc; Greek: τράγος, τραγί; Ancient Greek: ἀττηγός, ἔβρος, ἐνόρχης, τράγος, χίμαρος; Hebrew: תַּיִשׁ‎; Hungarian: bakkecske; Ido: kaprulo; Interlingua: capro; Irish: poc gabhair, pocán, boc; Old Irish: bocc; Italian: caprone, becco, capro, irco; Jamaican Creole: ram goat; Japanese: 雄山羊, 雄ヤギ; Kashmiri: ژھاوُل‎; Kazakh: теке; Korean: 숫염소; Latin: hircus, caper; Latvian: āzis; Lezgi: кьун; Lithuanian: ožỹs; Low German: Buck, Zegenbuck, Zägenbuck, Segenbuck, Sägenbuck; Luxembourgish: Geessebock; Macedonian: јарец, прч; Manx: bock goayr; Middle English: bucke; Mongolian: ухна; Navajo: tłʼízíchǫǫh, tłʼízíkąʼ; Norman: bichot; Norwegian Bokmål: geitebukk; Nynorsk: geitebukk; Old Church Slavonic: козьлъ; Old English: bucca, hæfer; Old Norse: hafr, bukkr; Old Prussian: azuks; Persian: تگه‎, کل‎, شاک‎, نهاز‎; Polish: kozioł; Portuguese: bode, cabrão; Romanian: țap; Russian: козёл; Sanskrit: अज, छाग; Serbo-Croatian Cyrillic: ја̏рац; Roman: jȁrac; Sicilian: beccu; Slovak: cap, kozel; Slovene: kozel; Sorbian Lower Sorbian: kózoł; Upper Sorbian: kоzоł; Spanish: cabro, cabrón; Swahili: beberu; Swedish: bock; Tagalog: lambayan; Turkish: teke; Ukrainian: козел, цап; Uyghur: تېكە‎; Venetian: cavron; Volapük: hikapar; Welsh: bwch; Wolof: sikket bi; Yiddish: צאַפּ‎, באָק‎; Zazaki: khel