τετράστομος

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A four-edged, πέλεκυς Gal.2.643.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Mündungen, Tzetz.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερα στόματα
2. αυτός που έχει τέσσερεις αιχμές, τέσσερεις κόψεις («τετράστομος πέλεκυς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. πεντά-στομος].