συννέφιασμα

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν συννεφιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συννεφιάζω, νέφωση, κάλυψη του ουρανού με σύννεφα
2. μτφ. σκυθρωπότητα, θλιμμένη έκφραση προσώπου.