έκφραση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἔκφρασις)
νεοελλ.
1. εκδήλωση, εξωτερίκευση, διατύπωση διανοήματος με τον λόγο
2. (φιλοσ.) η εξωτερίκευση ενεργειών ή καταστάσεων με κινήσεις του σώματος, με σημεία, λέξεις, εικόνες, κ.λπ.
3. η απεικόνιση της ψυχικής καταστάσεως στο πρόσωπο («έκφραση ματιών»)
4. εμφάνιση, όψη, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κανείς, το ύφος
αρχ.-μσν.
περιγραφή («ἔκφρασις Ἁγ. Σοφίας»)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) «λόγος εναργής»
β) «επιθυμία».