υπερικό

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / ὑπερικόν, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υπερικίδες ή σταγονοφόρα της τάξης τεώδη και το οποίο περιλαμβάνει 300 περίπου είδη, από τα οποία 25 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και μεταξύ αυτών το Hypericum perforatum, κν. γνωστό ως βάλσαμο ή βαλσαμόχορτο και το Hypericum crispum, κν. γνωστό ως αλούθουρος, σκουρδίτσα ή φουκάλι
αρχ.
ο ὑπέρεικος, το φυτὸ ανδρόσαιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. της λ. ὑπέρεικον (βλ. λ. ὑπέρεικος) με ιωτακισμό του -ει και καταβιβασμό του τόνου, κατ' επίδραση της κατάλ. -ικός].