χρειώ

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

   A v. χρεώ.

German (Pape)

[Seite 1370] οῦς, ἡ, ep. = χρεώ, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

χρειώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ χρεώ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 333.

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
v. χρέω.

English (Autenrieth)

see χρεώ.

Greek Monolingual

(I)
-όος και -οῡς, ἡ, Α
(επικ. τ.) βλ. χρεώ.———————— (II)
-όω, Α χρεία
1. είμαι αναγκαίος για κάτι
2. απρόσ. χρειοῑ
είναι ανάγκη.