τρισάνθρωπος

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ὁ,

   A thrice a man, used by Diogenes cynically for τρισάθλιος, D.L.6.47.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάνθρωπος: ὁ, τρὶς ἄνθρωπος, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Διογένους κυνικῶς ἀντὶ τρισάθλιος, Διογ. Λ. 6. 47.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει καλλιεργημένες πάρα πολύ τις ανθρώπινες ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄνθρωπος.