χηνώδης

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ες,

   A like a goose, S.E.M.7.329.

German (Pape)

[Seite 1353] ες, gänseartig, Sp. Bei S. Emp. adv. log. 1, 329 wird nugator erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

χηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χῆνα, «χηνόμυαλος», μωρός, ἕνα φρόνιμον εἶναι, πολλοὺς δὲ χηνώδεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 329. {{grml |mltxt=-ώδες / χηνώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χήν/χήνα
όμοιος με χήνα
αρχ.
μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.). }}