τσαμπί

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. βότρυς σταφυλιού («το κλήμα είχε πολλά τσαμπιά»)
2. συνεκδ. κάθε καρπός που μοιάζει με βότρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zambin, υποκορ. του ιταλ. zampa].