τσίτι

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
είδος βαμβακερού υφάσματος με απλή ύφανση και έγχρωμο διάκοσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < αγγλ. city, το εμπορικό τμήμα του Λονδίνου, ενώ, κατ' άλλη άποψη, < τουρκ. cit].