τετράτροχος

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A four-wheeled, Edict.Diocl.15.38a, Sch.Od.9.242, Apollon.Lex.s.v. τετράκυκλος.

German (Pape)

[Seite 1099] vierrädrig, Schol. Od. 1, 242.

Greek (Liddell-Scott)

τετράτροχος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας τροχούς, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 242, Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λ. τετράκυκλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράτροχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς («τετράτροχη άμαξα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράτροχο
όχημα με τέσσερεις τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τροχός (πρβλ. δί-τροχος)].