τετράτροχος
English (LSJ)
ον,
A four-wheeled, Edict.Diocl.15.38a, Sch.Od.9.242, Apollon.Lex.s.v. τετράκυκλος.
German (Pape)
[Seite 1099] vierrädrig, Schol. Od. 1, 242.
Greek (Liddell-Scott)
τετράτροχος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας τροχούς, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 242, Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λ. τετράκυκλος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράτροχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς («τετράτροχη άμαξα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράτροχο
όχημα με τέσσερεις τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τροχός (πρβλ. δί-τροχος)].