φοροφυγάδας

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λόγιος τ. φοροφυγάς, ο, Ν φοροφυγή
αυτός που αποκρύπτει το μέγεθος του εισοδήματός του και δεν πληρώνει τους φόρους που του αναλογούν.