χοροιθαλής

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ές,

   A flourishing in the dance, κοῦραι AP6.287 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1366] ές, im Chore prangend, κοῦραι Antp. Sid. 23 (VI, 287).

Greek (Liddell-Scott)

χοροιθᾰλής: -ές, ὁ θάλλων, διαπρέπων ἐν τῷ χορῷ, χοροιθαλέας κούρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 287.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fleurit dans les chœurs.
Étymologie: χορός, θάλλω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που διαπρέπει στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. ὀρει-θαλής. Η χρησιμοποίηση της τοπικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].