χρησιμοποίηση

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρησιμοποιώ, χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησιμοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρησιμοποίησις, μαρτυρείται από το 1872 στον Ιω. Πανταζίδη].