χοιρικός

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ή, όν, late form for χοίρειος, condemned by EM775.33.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χοῖρον, ὁ τοῦ χοίρου, χοιρικὸς κόπρος Τζέτζ. εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 775, 33.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ χοῑρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός.