χοιρινός
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο ή αυτός που προέρχεται από χοίρο, χοίρινος, χοίρειος («χοιρινά λουκάνικα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το χοιρινό
το κρέας του χοίρου
3. παροιμ. «από χοιρινό τουλούμι κρασί μην πιεις ποτέ σου» — να μην δεχθείς ποτέ χάρη από άνθρωπο με ταπεινό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. βοδινός)].