-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, -οον, Α(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα της διαφανούς υάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους).