ὑποκαπνίζω

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

   A burn for purpose of fumigation, ζειάς Hp.Mul.2.117, cf. Gal.14.551.

German (Pape)

[Seite 1219] Rauch darunter machen, räuchern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαπνίζω: καπνίζω τι κάτωθεν, θυμιῶ, Γαλην. 14. 551.

Greek Monolingual

ὑποκαπνίζω ΝΜΑ
παράγω καπνό για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
απολυμαίνω κλειστό χώρο με υποκαπνισμό
μσν.-αρχ.
βάζω φωτιά και παράγω καπνό κάτω από κάτι.