απολυμαίνω
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
Greek Monolingual
(Α ἀπολυμαίνομαι)
νεοελλ.
καταστρέφω τα νοσογόνα μικρόβια
αρχ.
(-αίνομαι)
1. καθαρίζω με λουτρό
2. εξαγνίζω.