απολυμαίνω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἀπολυμαίνομαι)
νεοελλ.
καταστρέφω τα νοσογόνα μικρόβια
αρχ.
(-αίνομαι)
1. καθαρίζω με λουτρό
2. εξαγνίζω.
(Α ἀπολυμαίνομαι)
νεοελλ.
καταστρέφω τα νοσογόνα μικρόβια
αρχ.
(-αίνομαι)
1. καθαρίζω με λουτρό
2. εξαγνίζω.