απολυμαίνω

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

ἀπολυμαίνομαι)
νεοελλ.
καταστρέφω τα νοσογόνα μικρόβια
αρχ.
(-αίνομαι)
1. καθαρίζω με λουτρό
2. εξαγνίζω.