φίμωτρο

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / φίμωτρον, ΝΜΑ, και φίμετρον Α
νεοελλ.
πλέγμα με το οποίο περιβάλλεται το ρύγχος τών ζώων για να μην μπορούν να δαγκώνουν ή να τρώνε
μσν.-αρχ.
(γενικά) όργανο με το οποίο φράζεται ή κρατείται κλειστό κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιμῶ + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκ-τρον, σήμαν-τρονν)].