χαμαιμυρσίνη

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ἡ,

   A = μυρσίνη ἀγριά, Plin.HN15.27, 23.165, prob. to be read for sq.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιμυρσίνη: ἡ, ἡ μικρά, χαμαίζηλος μυρσίνη, = ὀξυμυρσίνη, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το φυτό οξυμυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + μυρσίνη (πρβλ. ὀξυ-μυρσίνη)].