χαμαίζηλος
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
χαμαίζηλον (χαμαίζηλη, χαμαίζηλον Hp.Art.13):—
A seeking the ground, low-growing, dwarf, χαμαίζηλα φυτά, opp. χαμαίζηλα δένδρα, Arist.HA559a13; κόνυζα Nic.Th.70; οἱ χαμαίζηλοι φοίνικες = dwarf-palms (cf. χαμαιριφής ΙΙ) Dsc.1.109; καρποὶ καὶ λάχανα Jul.Or.5.175d: generally, τὰ ἐγγὺς ἡμῶν καὶ χαμαίζηλα Them.Or.26.327d.
b sunk down, ἡ ἐπωμὶς φαίνεται χαμαίζηλος Hp.l.c.; τῇ ἡλικίᾳ χαμαίζηλος = low in age Luc.pro Im.13.
2 χαμαίζηλος (sc. δίφρος, which is added by Plu.2.150a), ὁ, low seat, stool, Hp.Fract.37, Pl.Phd.89b.
b χαμαίζηλοι κρατῆρες = flat bowls, Polem.Hist.83.
3 Ζεὺς χαμαίζηλος = χθόνιος, Orph.A.931; Ποσειδῶν χαμαίζηλος IG22.1367.
II metaph., of low estate, humble, ψυχή Ph. 1.91, cf. 240, al., Luc.Somn.13; τὰ χαμαίζηλα = vulgarity Them.Or.15.184d; χαμαίζηλος δικαστής = lower judge, Lat. judex pedaneus, Lyd.Mag.2.15. Adv. χαμαιζήλως = humbly Ph.1.103.
III χαμαίζηλον, τό, = γναφάλιον (cudweed, chamaezelon), Plin.HN27.88.
2 = πεντάφυλλον (cinquefoil), ib. 25.109.
3 = viburnum, ib. 25.109, 27.88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime ou qui recherche le sol :
I. au propre;
1 en parlant des plantes qui se plaît au ras du sol, bas, rampant, nain;
2 en parlant d'hommes très petit, nain;
3 en parlant de choses δίφρος χαμαίζηλος ou simpl. ὁ χαμαίζηλος, le siège bas;
II. fig. bas, commun, vulgaire.
Étymologie: χαμαί, ζῆλος.
German (Pape)
adv. χαμαιζήλως, die Erde od. den Boden suchend; am Boden wachsend, φυτά, im Gegensatz von δένδρα, Arist. H.A. 6.1; κόνυζα Nic. Th. 70; – überhaupt niedrig, ὁ χαμαίζηλος, sc. δίφρος, ein niedriger Stuhl, Plat. Phaed. 89b; θῶκος Ach.Tat. 1.2; von Menschen, Luc. pro imagg. 13; – übertragen, niedrigen, gemeinen Dingen nachgehend, niedrigen Neigungen ergeben, von niedriger Gesinnung, Isocr. ep. 10.3; Phot.; – von niedrigem Stande; – τὸ χαμαίζηλον, eine Pflanze, viburnum genista, Diosc.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμαίζηλος:
1 приземистый, низкий (φυτά Arst., Plut.; δίφρος Plut.): τῇ ἡλικία χ. Luc. малорослый;
2 униженный (χαμαιπετὴς καὶ χ. Luc.).
II ὁ (sc. δίφρος) низкое сиденье, скамеечка (καθήμενος ἐπὶ χαμαζήλου τινός Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίζηλος: -ον, καὶ ἐν Ἰππ. περὶ Ἄρθρ. 790, η, ον· - ὁ ἀγαπῶν τὸ ἔδαφος, μὴ αὐξανόμενος ἐπὶ πολὺ ὑπὲρ τὸ ἔδαφος, χαμηλός, χ. φυτά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 1, 7· κόνυζα Νικ. Θηρ. 70· τῇ ἡλικίᾳ χαμαίζηλος Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 13. 2) χαμαίζηλος (ἐξυπακ. δίφρος, ὅπερ προστίθεται ὑπὸ Πλουτ. 2. 150Α). ὁ, χαμηλὸν κάθισμα, «σκαμνί» Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 776, Πλάτ. Φαίδ. 89Β (ἔνθα ἴδε Heind. καὶ Stallb.)· ὡσαύτως ἡ χαμαιζήλη Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Fοës. Oec., Λοβεκ. Παραλ. 466, Ruhuk Τίμ., Wyttenb Πλούτ. 2. 150Α. 3) Ζεὺς χ. = χθόνιος, Ὀρφ. Ἀργον. 929 Herm· Ποσειδῶν χ., Συλλ. Ἐπιγρ. 523, 18. ΙΙ. μεταφορ., ὁ ἐν ταπεινῇ καταστάσει εὑρισκόμενος, ταπεινός, Λουκ. Ἐνύπν. 13· τὸ χαμ., ὁ χαμαίζηλος τρόπος, ταπείνωσις, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 3, Bekk.· τὰ χαμαίζηλα Θεμίστ. 327D. - Ἐπίρρ. -λως, Φίλων 1. 103. ΙΙΙ. χαμαίζηλον, τό, φυτόν τι, viburnum ἢ genista, Πλίν. 27. 61: πρβλ. γναφάλιον.
Greek Monolingual
-η, -ο / χαμαίζηλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α
1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος
2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής
β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά αγαθά
μσν.-αρχ.
αυτός που βρίσκεται σε μικρό ύψος από το έδαφος
αρχ.
1. (γενικά) χαμηλός («ἐπὶ δίφρου τινὸς χαμαιζήλου», Πλούτ.)
2. (ως προσωνυμία θεών) χθόνιος («Ποσιδῶνι χαμαιζήλῳ», επιγρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαμαίζηλος
χαμηλό κάθισμα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαμαίζηλον
α) το φυτό γναφάλιο
β) το φυτό πεντάφυλλο.
επίρρ...
χαμαιζήλως ΝΜΑ
μτφ. κατά χαμαίζηλο τρόπο, ευτελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ζηλος (< ζῆλος), πρβλ. αρίζηλος, δύσζηλος].
Greek Monotonic
χᾰμαίζηλος: -ον, I. αυτός που αγαπά το έδαφος, που αναπτύσσεται χαμηλά, νάνος, χαμαίζηλα φυτά, σε Αριστ.· χαμαίζηλος (ενν. δίφρος), ὁ, χαμηλό κάθισμα, σκαμνί, σε Πλάτ.
II. μεταφ., λέγεται για χαμηλό επίπεδο, σε Λουκ.
Middle Liddell
χᾰμαί-ζηλος, ον,
I. seeking the ground, low-growing, dwarf, χ. φυτά Arist.:— χαμαίζηλος (sc. δίφροσ), a low seat, stool, Plat.
II. metaph. of low estate, Luc.
Mantoulidis Etymological
(=χαμηλός, ταπεινός). Ἀπό τό χαμαί + ζῆλος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ἐπίρρ. χαμαί.