φρικτοβόας: -ου, ὁ, ὁ φρικτῶς βοῶν, φωνάζων, Θεοδ. Προδρ. Ἐπ. 14.
ὁ, Μαυτός που φωνάζει τρομερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρικτός + -βόας (< βοή), πρβλ. μεγαλο-βόας, στερεο-βόας].