φαρμακηρός

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ά, όν, (

   A φάρμακον 111) treated with preservatives, κωπῶν ζεύγη BGU544.21 (ii A. D.).    2 glazed, of bronze vessels, ib. 17.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο
2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ταριχ-ηρός)].