σμάλτο
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Greek Monolingual
το, Ν
1. το υάλωμα, υαλώδες επίχρισμα διαφόρων αγγείων, σκευών και κοσμημάτων από πηλό ή πορσελάνη, το οποίο περιέχει συνήθως ένα διπλό πυριτικό άλας του καλίου και του κοβαλτίου
2. υαλώδης βαφή μεταλλικών σκευών που επιτυγχάνεται με έγκαυση, το εμαγιέ
3. μικροτέχνημα που έχει κατασκευαστεί με αυτό τον τρόπο
4. η αδαμαντίνη ουσία τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. smalto < αμάρτυρο αρχ. γερμ. smalt].