[Seite 1125] τό, dim. von τόκος, kleiner Zins, Wucher (?).
τοκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τόκος ΙΙ, μικρὸς τόκος, μικρὸν κέρδος, Λατ. usurula, Γλωσσ.
τὸ, Αυποκορ. του τόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].