τοκάριον

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

German (Pape)

[Seite 1125] τό, dim. von τόκος, kleiner Zins, Wucher (?).

Greek (Liddell-Scott)

τοκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τόκος ΙΙ, μικρὸς τόκος, μικρὸν κέρδος, Λατ. usurula, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. του τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].