ὑπερκαχλάζω

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

   A run bubbling or boiling over, Luc.DMar.11.2; ἐμβόλου Philostr.Jun.Im.11.

German (Pape)

[Seite 1197] übersprudeln, kochend überlaufen, darüberweg sprudeln, Luc. Mar. D. 11, 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαχλάζω: ὑπερμέτρως καχλάζω, ὑπερεκχειλίζω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 2· τινός, Φιλόστρ. Νεωτ. Εἰκόνες ιβ΄, 27.

French (Bailly abrégé)

s’échapper ou déborder en bouillonnant.
Étymologie: ὑπέρ, καχλάζω.

Greek Monolingual

Α
κάνω πολλές φυσαλίδες, κοχλάζω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καχλάζω «βράζω έντονα, κοχλάζω»].