βράζω

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράζω Medium diacritics: βράζω Low diacritics: βράζω Capitals: ΒΡΑΖΩ
Transliteration A: brázō Transliteration B: brazō Transliteration C: vrazo Beta Code: bra/zw

English (LSJ)

A boil, froth up, ferment, Call. Hist.3, Hld.5.16, Alex.Aphr. Pr.1.104.
II growl, of bears, Poll.5.88; of elephants, Jubaap. Poll. l.c.; but βράζειν· τὸ ἡσυχῆ ὀδύρεσθαι, Hsch.

Spanish (DGE)

• Morfología: sólo pres., para otros tiempos v. βράσσω
1 hervir de los efluvios de fuentes termales, Call.Hist.1, τοῦ ποτοῦ ... ἤδη βράζοντος Hld.5.16.1 (cód.), cf. Mac.Aeg.Serm.B 4.5.1
fermentar νέου τοῦ οἴνου ... βράζοντος Alex.Aphr.Pr.1.104.
2 fig. gruñir de anim., Sch.Poll.5.88
gemir quedamente Hsch., cf. Phot.β 259.
• Etimología: Doblete de βράσσω q.u.

French (Bailly abrégé)

gronder, murmurer :
1 bouillir, bouillonner, jeter de l'écume;
2 gronder, grogner en parl. de l'ours.
Étymologie: v. βράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

βράζω: μέλλ. –άσω [ᾰ], ὡς παρ᾽ ἡμῖν, μεταβ., Καλλ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἡλιόδ. 5. 16· πρβλ. βράσσω. ΙΙ. γρυλλίζω, ὡς ἄρκτος φωνάζω, ἐπὶ ἄρκτου, Ἰόβας παρὰ Πολυδ. Ε΄, 88.

Greek Monolingual

(AM βράζω)
υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει
μσν.- νεοελλ.
1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού
2. θερμαίνομαι πολύ
3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι
4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση
5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι
6. αγανακτώ, οργίζομαι
νεοελλ.
1. υπάρχω σε αφθονία («ο κόσμος βράζει στην πλατεία», «το σπίτι βράζει από τις μύγες»)
2. ακμάζω («έβραζε το λαθρεμπόριο»)
3. (σε περίπτωση ναυαγίου) εκβράζω
4. (για όσπρια) είμαι βραστερός
5. φρ. α) «να σε βράσω» — μου είσαι άχρηστος, αδιάφορος
β) «βράζω από το κακό μου» — είμαι έξω φρενών, γεμάτος οργή
γ) «βράζει το στήθος μου» — είμαι βαριά κρυολογημένος, το στήθος μου βγάζει ήχο όμοιο με του βρασμού
δ) «βράζει το αίμα μου» — έχω πληθωρισμό ζωτικότητας ή υγείας
ε) «βράζει με το ζουμί του» — κατατρύχεται από τις ίδιες του τις στενοχώριες
στ) «σ΄ ένα καζάνι βράζουμε όλοι» — οι τύχες όλων μας είναι κοινές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος, μτγν. τ. του βράσσω ].

German (Pape)

od. βράσσω, att. βράττω, so Plat. Soph. 226b; Ar. bei Poll. 7.24; fut. βράσω;
1 sieden, aufbrausen, bes. vom Meere, auswerfen, τί Theodorid. 1 (VI.222); τινὰ εἰς ἠϊόνα Tull. Laur. 2 (VII.294); ὀστέα βέβρασται Antip.Thess. 61 (VII.288); vgl. Nic. Al. 25, 359; ὕδωρ βρασσόμενον, aufsiedendes Wasser, Ap.Rh. 2.323; so θάλασσα Opp. H. 2.637, in heftige Bewegung gesetzt; ὑπὸ γέλωτος βράσσεσθαι Luc. Eun. 12. – Hierher zog Aristarch die Stelle Il. 10.226 βράσσων νόος, welchesβράσσων er = βρασσόμενος, d.i. ταρασσόμενος nahm; s. über die Homerische Enallage der Genera des Verbs Friedlaender Aristonic. p. 2 sqq., und vgl. unter βραδύς, βραχύς und βράσσων.
2 vom Getreide, worfeln, nach Plat. Tim. ἀνακινεῖν ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καθαίροντες; s. Soph. 152e; Geop.; vgl. ἔβρασεν Add. 1 (VI.258).
3 nach Poll. 5.88, brummen, vom Bären.