χάζι

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να κοιτάζει κανείς με ευχαρίστηση ασήμαντα πράγματα
2. φρ. α) «κάνω χάζι» — μού αρέσει, μέ διασκεδάζει κάτι
β) «έχει χάζι»
i) είναι διασκεδαστικό
ii) είναι ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haz «ευχαρίστηση»].