χάνος

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό,

   A mouth, Com.Adesp.1193.

German (Pape)

[Seite 1335] εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.

Greek (Liddell-Scott)

χάνος: -εος, τό, = χάσμημα, τὸ ἀνοικτὸν στόμα, Κωμικ. Ἀνών. 315.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
βλ. χαν.———————— (II)
ο, Ν
ζωολ. βλ. χάννος.———————— (III)
-ους και -εος, τὸ, Α
το στόμα, ιδίως το ανοιχτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν- του ρ. χαίνω (βλ. λ. χάσκω), κατά τα σιγμόληκτα ουδ.].