τριβάς

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A a woman who practises unnatural vice with herself or with other women, Man.4.358, Ptol.Tetr.171, Vett.Val.111.7, Gloss.    II = mortarium, tritorium, ib.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβάς: -άδος, ἡ γυνὴ ἀσελγαίνουσα καθ’ ἑαυτὴν ἢ μετ’ ἄλλων γυναικῶν μηχανωμένων παντοίους τρόπους πρὸς ἀντικατάστασιν τῆς μετ’ ἀνδρὸς συνουσίας, Μανέθων 4. 358, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 693, κλπ.

French (Bailly abrégé)

1άδος (ἡ) :
tribade, femme de mœurs infâmes, homosexuelle.
Étymologie: τρίβω.
2acc. pl. de τριβή.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. τριβάδα.