τετράμορος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον, in neut. -μορον, τό,

   A four parts, κηροῖο Nic.Th.106, cf. Aglaïas 25.

German (Pape)

[Seite 1098] = τετράμοιρος, Nic. Th. 106.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμορος: [ᾰ], -ον, τῷ προηγ., Νικ. Θηρ. 106.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. δί-μορος].