τετράμοιρος
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
τετράμοιρον, fourfold, τ. νυκτὸς φυλακή E.Rh.5 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1098] viertheilig, zum vierten Teile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forme la quatrième partie, le quart.
Étymologie: τέσσαρες, μοῖρα.
Russian (Dvoretsky)
τετράμοιρος: составляющий четвертую часть (τ. νυκτὸς φυλακή Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράμοιρος: [ᾰ], -ον, ὁ τῆς τετάρτης μοίρας, οἵ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν πάσης στρατιᾶς προκάθηνται, «οἱ τετάρτην μοῖραν φρουροῦντες» (Σχόλ.), Εὐρ. Ρῆσ. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκάμοιρος].
Greek Monotonic
τετράμοιρος: [ᾰ], -ον (μοῖρα), τετραπλάσιος, σε Ευρ.
Middle Liddell
τετρά-˘μοιρος, ον, μοῖρα
fourfold, Eur.