τρίγων

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ωνος, ὁ, prob.

   A a game at ball (cf. Lat. tr[icaron]gon), Hdn.Gr.1.23.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγων: -ωνος, ὁ, ἐν Χοιροβ. Καν. σ. 74, πιθαν. παιδιὰ διὰ σφαίρας, σφαιρισμός, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. 1 Sat. 6, 126.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
πιθ. παιχνίδι με σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trigon, -onis «είδος μικρής σφαίρας για παιχνίδι» (< τρίγωνον, λόγω του ότι το παιχνίδι παιζόταν σε τριγωνικό χώρο)].